-
1 регенерация
1. тех. η αποκατάσταση, η επανόρθωση, η ανάκτηση, η αναγέννηση, η ανάπλαση, η αναζωογόνηση- серебра (из фик-сажей) кфт. η (επ)ανάκτηση του αργύρου/ασημιού2. (нагрев газа или воздуха, поступающих в печь, отработанными продуктами горения) η προθέρμανση (μέσω της επανακτημένης θερμότητας) 3. биол. η αναγέννηση, η αναδημιουργία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > регенерация
-
2 возврат
1. (в исходное положение) η επιστροφή, η επαναφορά 2. (продукта, агента и т.п. в технологическом процессе) η επιστροφή, η ανάκτηση 3. (в атмосферу) η επάνοδος (στην ατμόσφαιρα) 4. (о деньгах, грузе и т.п.) η επιστροφ/ήсрок - а денег προθεσμία/διορία - ής των χρημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возврат
-
3 όραση
[-ις (-εως)] η зрение;τό αισθητήριο[ν] της οράσεως орган зрения, глаз;ασθενής ( — или ασθενική, αδύνατη) όρασ — слабое зрение;
τό πεδίο της όρασης — поле зрения;
αυτό έχει εκφύγει τελείως απ' το πεδίο της όράσης του это совершенно выпало у него из поля зрения, он совершенно забыл об этом;χάνω την όραση — терять зрение, лишаться зрения;
επανακτώ την όραση — прозревать;
ανάκτηση της όρασης — прозрение
-
4 утилизация
(скрапа, лома) η ανακύκλωση, η επανάκτησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > утилизация
-
5 прозрение
прозр||ениес ἡ ἀνάβλεψη [-ις], ἡ ἀνάκτηση τής δράσης / перен ἡ ἀφύπνιση [-ις], ἡ ἀνάβλεψη [-ις]. -
6 выздоровление
-я ουδ.ανάρρωση, ανάκτηση της υγείας. -
7 оздоровление
-я ουδ.γέρεμα, ανάκτηση της υγείας. || εξυγίανση. -
8 прозрение
-я ουδ.ανάκτηση της όρασης. || διορατικότητα• νοητική διεισδυτικότητα. -
9 рекуперация
1. (тепл.) η (επ)ανάκτηση θερμότητας 2. хим. η (επ)ανάκτηση, η εξαγωγή 3 эл. η μετατροπή της ενέργειας (πέδης) σε ηλεκτρική.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рекуперация
-
10 использование
1. (применение) η χρήση, η χρησιμοποίηση, η αξιοποίηση 2. (потребление) η κατανάλωση 3. (извлечение из отходов, побочных продуктов и т.п.) η ανάκτησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > использование
-
11 оборот
1. (полный круг при вращении) η περιστροφ/ή, η στροφή... - OB В минуту... - ές ανά λεπτό2. (спутника) η περιστροφή 3. (возврат в процесс) хим. η ανάκτηση, η ανακύκλωση 4. эк. о κύκλος εργασιών 5. (выражение) литер. η έκφρασητο ιδίωμα б.-ы мн. (скорость) οι στροφέςнабирать{}увеличивать{} - αυξάνω τις -сбавлять{}уменьшать{} - μειώνω τις-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оборот
См. также в других словарях:
ανάκτηση — η η απόκτηση ξανά κάποιου πράγματος που είχε κανείς χάσει: Με την προσφυγή πέτυχε ανάκτηση της προηγούμενης θέσης του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γρηγόριος της Τουρ — (538 – 594 μ.Χ.). Γάλλος επίσκοπος και ιστοριογράφος. Αγωνίστηκε με ζήλο για την προστασία των δικαιωμάτων της Εκκλησίας και κυρίως εκείνου της παροχής άσυλου, χωρίς να διστάσει να εναντιωθεί ακόμη και στον ίδιο τον βασιλιά Χιλπέριχο. Όταν ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
Σταυροφορίες — Ονομάζονται έτσι οι πολεμικές εκείνες επιχειρήσεις των Δυτικοευρωπαίων (11ος 13ος αι.), που εγκαινιάζονται με πρωτοβουλία των παπών και στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς και ειδικότερα από τους Σελτζούκους Τούρκους, και… … Dictionary of Greek
Ζέρβας — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από το Σούλι. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός, ο οποίος πολέμησε στο πλευρό του Μάρκου Μπότσαρη και το 1824 πήρε τον βαθμό του χιλίαρχου. Πολέμησε στην άμυνα του Μεσολογγίου το 1825, όπου και τραυματίστηκε κατά… … Dictionary of Greek
ανάληψη — I Κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας, είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του, «ανελήφθη εις τους ουρανούς» και έτσι επέστρεψε πάλι στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και… … Dictionary of Greek
Κίτσος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από την Ήπειρο. Ήταν αδελφός της Κυρα Βασιλικής, γυναίκας του Αλή Πασά. Πριν από την Επανάσταση υπηρέτησε στην αυλή του Αλή και μάλιστα χρησιμοποιήθηκε από αυτόν για τις συνεννοήσεις του με τους… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek